Ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων

Τα τελευταία έτη τα δικαστήρια απασχολούνται με περιπτώσεις υλικών ζημιών και σωματικών βλαβών που προκαλούνται από ακραία φυσικά φαινόμενα (πυρκαγιές, πλημμύρες, χιονοπτώσεις), καθώς συχνά ανακύπτουν ζητήματα προσδιορισμού της ευθύνης των δημοσίων οργάνων. Σε περίπτωση δε, που τα ζημιογόνα γεγονότα συνδέονται με πράξεις ή παραλείψεις της κεντρικής Διοίκησης ή και περιφερειακών οργάνων της, ο νόμος προβλέπει τον καταλογισμό της σχετικής ευθύνης και την επιδίκαση εύλογης αποζημίωσης τόσο λόγω πρόκλησης υλικών ζημιών όσο και λόγω ηθικής βλάβης.

Αναφορικά με την ηθική βλάβη, το ύψος της εκάστοτε αποζημίωσης προσδιορίζεται  από το δικαστήριο με βάση την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή με τρόπο που να εξασφαλίζεται μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, χάριν αποτελεσματικής προστασίας των εκατέρωθεν θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγμα που σημαίνει ότι το είδος ή τα μέσα του δικαστικού καταναγκασμού και οι έννομες συνέπειες, που από αυτόν επέρχονται υπέρ του δικαιούχου ή σε βάρος του υπόχρεου, πρέπει να είναι:

α) πρόσφορα, ήτοι απολύτως κατάλληλα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού

β) αναγκαία, ήτοι να τηρούν το μέτρο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέσα δικαστικού καταναγκασμού, το οποίο επιφέρει τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό των δικαιωμάτων του διαδίκου σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται και

γ) αναλογικά, ήτοι να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η ωφέλεια που επιφέρουν στο δικαιούχο να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν στον υπόχρεο.

Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αναζήτηση του ποσού, το οποίο σε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί «εύλογο» ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης συγκεκριμένου δικαιούχου, γίνεται με τη συνεκτίμηση μιας σειράς από περιστάσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβληθούν μία προς μία από τους διαδίκους, προκύπτουν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αυτοί επικαλούνται και προσκομίζουν. Τέτοιες περιστάσεις είναι, κυρίως και ενδεικτικώς, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου (στο μέτρο που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης του δικαιούχου), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (που λειτουργεί διαφορετικά στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης, από ότι στην αξίωση αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας, πρβλ. ΟλΑΠ 1115/1986), οι ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της συγκεκριμένης αδικοπραξίας κλπ. 

Κατά τα ανωτέρω συνάγεται, λοιπόν, ο καθοριστικής σημασίας ρόλος της πλήρους έκθεσης γεγονότων, συλλογής και προσκόμισης αποδεικτικού υλικού από το δικηγόρο, προκειμένου να μπορέσει το δικαστήριο να εκτιμήσει ορθά το ύψος της εκάστοτε βλάβης και επακολούθως της αναλογούσας αποζημίωσης.