Στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου, οι μέθοδοι με τις οποίες η φορολογική διοίκηση μπορεί να εξακριβώσει την ακρίβεια των δηλωθέντων εισοδημάτων των φορολογουμένων διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Οι πρώτες συνίστανται στη σύγκριση μεταξύ των τηρούμενων βιβλίων και στοιχείων και των εκάστοτε φορολογικών δηλώσεων ενώ οι δεύτερες λαμβάνουν υπόψη το σύνολο της οικονομικής συμπεριφοράς των φορολογουμένων, προκειμένου να εντοπίσουν τυχόν αποκρυβέν εισόδημα.
Έτσι, το άρθρο 28 παρ. 1 Ν.4172/2013 (ΚΦΕ) προβλέπει ότι το εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα, ή β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ή γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από σχετική πρόσκληση.
Παράλληλα, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι το εισόδημα φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως αν προέρχεται από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί επίσης να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή έμμεσες μεθόδου ελέγχου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργείται ένα ισοζύγιο εσόδων/εξόδων και εφόσον τα δηλωθέντα έσοδα δεν επαρκούν για την κάλυψη των αποδεδειγμένων δαπανών του ελεγχόμενου, η σχετική οικονομική διαφορά θα θεωρηθεί αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογηθεί θα υπαχθεί σε φορολόγηση.
Επιπλέον στο άρθρο 27 N.4174/2013 (ΚΦΔ) ορίζεται ότι η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή προληπτικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις κατωτέρω τεχνικές ελέγχου:
α) της αρχής των αναλογιών,
β) της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου,
γ) της καθαρής θέσης του φορολογούμενου,
δ) της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και
ε) του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.
Με τις ως άνω τεχνικές μπορούν να προσδιορίζονται τα φορολογητέα εισοδήματα των φορολογουμένων, τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη των υπόχρεων βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής.
Είναι σαφές λοιπόν πως η φορολογική διοίκηση διαθέτει ένα ευρύ φάσμα «εργαλείων» για τον εντοπισμό μη δηλωθείσας φορολογητέας ύλης και έτσι καταδεικνύεται η κρισιμότητα τόσο της παροχής ορθών συμβουλευτικών υπηρεσιών που θα έχουν σαν στόχο την αποφυγή προστίμων/ τόκων όσο και της σωστής προετοιμασίας και εκπροσώπησης σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου.